craft :*/ˈkrɑːft/(making things by hand.): τέχνη, επιδεξιότητα, δημιουργία ουσ. δημιουργώ [δimiurγó] -ούμαι 1. παράγω κτ., κάνω να υπάρξει κτ. που πριν δεν υπήρχε. Στην αρχή … δημιουργήθηκε μια γραμμή. Έπειτα τη συντρόφεψαν και άλλες, μεγάλες,μικρές, χοντρές, λεπτές και χορέψαν όλες μαζί ένα χορό μαγικό, που σιγά σιγά άρχισε να αποκτάει σχήμα και μορφή και χρώμα, και χωρίς σταματημό να […]
CONTINUE READING A/W 2022 1 min read